καλοπόδι(ον)

καλοπόδι(ον)
καλοπόδι(ον), τὸ (AM)
καλαπόδι*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλαπόδι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλόποδι — καλόπους shoemaker s last masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλότσα — η πρόσθετο υπόδημα, από καουτσούκ ή δέρμα, που φοριέται για προφύλαξη από τα νερά τής βροχής, τη λάσπη ή το χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < (βενετ.) gαlozze < (μσν. λατ.) *calopia < λατ. calopus < καλόπους «καλοπόδι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”